- καταβακχιούμαι
- καταβακχιοῡμαι, -όομαι (Α)βρίσκομαι σε έξαλλη κατάσταση από βακχεία*, καταλαμβάνομαι από βακχική μανία, καταβακχεύομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + βακχιοῦμαι «καταλαμβάνομαι από βακχική μανία» (< Βάκχος)].
Dictionary of Greek. 2013.